ψιλοδουλεύω

ψιλοδουλεύω
ψιλοδούλεψα, ψιλοδουλεύτηκα, ψιλοδουλεμένος, δουλεύω κάτι με πολλή λεπτότητα, λεπτοδουλεύω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψιλοδουλεύω — Ν 1. επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη λεπτότητα 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ψιλοδουλεμένος, η, ο επεξεργασμένος με πολλή προσοχή και λεπτότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + δουλεύω] …   Dictionary of Greek

  • ψιλοδουλειά — η, Ν [ψιλοδουλεύω] 1. λεπτή εργασία 2. ασήμαντη εμπορική επιχείρηση 3. στον πληθ. οι ψιλοδουλειές διενέξεις για ασήμαντους λόγους …   Dictionary of Greek

  • ψιλοδουλεμένος — η, ο, Ν βλ. ψιλοδουλεύω …   Dictionary of Greek

  • ψιλοδούλευτος — η, ο, Ν [ψιλοδουλεύω] επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”